- περίστικτος
- -ον, Α [περιστίζω]1. γεμάτος στίγματα γύρω γύρω, κατάστικτος2. μτφ. στιγματισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίστικτος — dappled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστικτον — περίστικτος dappled masc/fem acc sg περίστικτος dappled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)